- καταρρακώνω
- (AM καταρρακῶ, -όω)μεταβάλλω σε ράκη, καταξεσκίζω, κατακουρελιάζωνεοελλ.κάνω κάποιον ηθικό ράκος, εξευτελίζω, ταπεινώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ῥακῶ «κουρελιάζω» (< ῥάκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρρακώνω — καταρρακώνω, καταρράκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταρρακώνω — καταρράκωσα, καταρρακώθηκα, καταρρακωμένος, μεταβάλλω κάτι σε ράκος, καταξεσκίζω, εξευτελίζω: Καταρρακώθηκε από τις πολλές κατηγορίες που του είπαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακνίζω — (Α) [κνίζω] 1. κατατεμαχίζω, κομματιάζω 2. καταρρακώνω, εξευτελίζω … Dictionary of Greek
καταρράκωση — η 1. η μεταβολή σε ράκη, το κουρέλιασμα 2. εξευτελισμός, ταπείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταρρακώνω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταρράκωσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κουρέλι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 25 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * το 1. κομμάτι παλιού ή σχισμένου ρούχου, ράκος 2. άχρηστο κομμάτι υφάσματος 3. συνεκδ.… … Dictionary of Greek
κουρελιάζω — [κουρέλι] 1. μετατρέπω κάτι σε κουρέλι 2. εξευτελίζω, καταρρακώνω κάποιον … Dictionary of Greek
τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… … Dictionary of Greek
(ε)ξευτελίζω — (ε)ξευτέλισα, (ε)ξευτελίστηκα, (ε)ξευτελισμένος, μτβ. 1. (για πράγματα), κάνω κάτι φτηνό, υποβιβάζω την αξία του στο ελάχιστο: Οι μισθοί εξευτελίστηκαν. 2. (για πρόσωπα), υποβιβάζω ή εξουθενώνω την υπόληψη κάποιου, τον καταρρακώνω, τον ταπεινώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)